πρόσφορος

πρόσφορος
πρόσφορος, -ον (cf. ποτίφορος.)
a suitable, fitting

εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ O. 9.81

χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N. 8.48

θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος N. 9.7

ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 37.
b useful c. dat. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι ἱπποδάμων Δαναῶν βέλεσι πρόσφορον (“Danaorum telis utile,” Boeckh) fr. 183.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσφορος — serviceable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσφορος — η, ο / πρόσφορος, ον, ΝΜΑ [προσφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», Ηρόδ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος (α. «δεν είναι πρόσφορη η γη για καλλιέργεια καπνού» β. «τοῑς ἐμοῑσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ δεινά», Ευρ.) 3. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσφορος — η, ο 1. αυτός που ταιριάζει σε κάτι, κατάλληλος, αρμόδιος, ωφέλιμος: Ο τόπος δεν είναι πρόσφορος για την ίδρυση του εργοστασίου. 2. το ουδ. ως ουσ., πρόσφορο βλ. προσφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσφορώτερον — πρόσφορος serviceable masc acc comp sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc comp sg πρόσφορος serviceable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίφορον — πρόσφορος serviceable masc/fem acc sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφορώτατα — πρόσφορος serviceable adverbial superl πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφορώτατον — πρόσφορος serviceable masc acc superl sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφόρως — πρόσφορος serviceable adverbial πρόσφορος serviceable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσφορον — πρόσφορος serviceable masc/fem acc sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίφορα — πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίφορος — πρόσφορος serviceable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”